Η Πηνελόπη Δέλτα και η εποχή του «Μάγκα»
του Δημήτρη Καλαντζή.
Η Πηνελόπη Δέλτα υπήρξε η συγγραφέας που θεμελίωσε την παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα, μία προσωπικότητα έντονη, παθιασμένη, με πολύπλευρη μόρφωση και εσωτερική ανάγκη να δράσει για να αλλάξει τα πράγματα σε μία εποχή που η Ελλάδα περνούσε εθνικές και πολιτικές θύελλες από την ήττα στον πόλεμο του 1897 με τους Τούρκους, τον διχασμό Βενιζελικών – Βασιλικών, την καταστροφή της Μικράς Ασίας αλλά και την αναγκαστική είσοδο της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η οικογένεια της μικρής Πηνελόπης
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου κι ήταν το τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη, πλούσιου εμπόρου βαμβακιού, εγκατεστημένου στην Αίγυπτο, και της Βιργινίας Χωρέμη, η οποία προερχόταν επίσης από πλούσια οικογένεια. Η μικρή Πηνελόπη, μέσα από τα βιβλία και τα ημερολόγιά της, εμφανίζεται έντονα κριτική απέναντι στους γονείς της. Με τον πατέρα της είχε μία σχέση φόβου και αγάπης. Τον περιγράφει ως έναν αυστηρό άνθρωπο, που δεν δίσταζε να ασκήσει σωματική τιμωρία στα παιδιά του, ταυτόχρονα όμως τον θαύμαζε για την αποφασιστικότητα και την αύρα δυναμισμού που απέπνεε. Με την μητέρα, η σχέση της ήταν ακόμα πιο προβληματική…
«Άφησαν βαθιά πληγή στην παιδική ψυχή μου»
Η Πηνελόπη Δέλτα φαίνεται ότι πάλεψε όλη τη ζωή της για να έχει την αναγνώριση της μητέρας της. Ακόμα όμως και όταν έγινε γνωστή συγγραφέας, και αφιέρωσε το βιβλίο της Η ζωή του Χριστού στη μητέρα της, η Ευγενία Χωρέμη – Μπενάκη αρνήθηκε να το διαβάσει, προβάλλοντας ότι δεν διαβάζει κείμενα στη δημοτική γλώσσα. Στο βιβλίο της «Τ’ ανεύθυνα», η Πηνελόπη Δέλτα μιλά για την αδιαφορία των γονιών της ως προς τις ανάγκες της, όταν ήταν παιδί, και επικρίνει την παιδαγωγική τους μέθοδο. Γράφει για τους γονείς της: «Το παιδί δεν πρέπει να ξέρει ποτέ πόσο το αγαπά ο γονεύς» και «καλύτερα να κλάψει μικρό το παιδί μου, παρά να κλάψω εγώ σα μεγαλώσει». Τα δυο αυτά αποφθέγματα, που ήταν το Α και το Ω της ανατροφής που μας έδινε η μητέρα, άφησαν βαθιά πληγή στην παιδική μου ψυχή».
Στέφανος Δέλτας και Ίων Δραγούμης
Το 1895, στα 21 της χρόνια, η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα. Ήταν ένας γάμος στρατηγικής σημασίας για τον πατέρα της Πηνελόπης, που όμως της άνοιξε έναν ολόκληρο καινούργιο κόσμο. Η πατρική οικογένεια είχε προσφέρει στην Πηνελόπη μία συστηματική αστική παιδεία με ξένες γλώσσες. Κοντά όμως στον μορφωμένο Δέλτα, η Πηνελόπη είχε την ευκαιρία να βουτήξει στην παγκόσμια λογοτεχνία και να ανακαλύψει το δικό της συγγραφικό ταλέντο. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες και επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Με τον Δέλτα η σχέση της Πηνελόπης φαίνεται ότι ήταν συγκαταβατική, με τον Δραγούμη όμως, αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας γεμάτος πάθος, ο οποίος όμως τελικά ηττήθηκε από τις κοινωνικές επιταγές της εποχής.
Τα πρώτα βιβλία
Η Δέλτα μετακόμισε στη Φρανκφούρτη το 1906 και το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Για την Πατρίδα», εκδόθηκε το 1909. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και σύντομα ακολουθεί και το δεύτερο μυθιστόρημά της, «Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου». Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909 την εμπνέει να γράψει το «Παραμύθι χωρίς όνομα» το 1911, στο οποία περιγράφει όλη τη διαφθορά και την κακοδιοίκηση που είχε φέρει σε αδιέξοδο την Ελλάδα.
Η φιλία με τον Βενιζέλο και το ανθρωπιστικό έργο
Το 1916 η οικογένεια εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της Δέλτα, Εμμανουήλ Μπενάκης, είχε εκλεγεί δήμαρχος. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην οικία τους στην Κηφισιά. Το 1925 εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα της πολιομυελίτιδας, αρρώστιας που θα ταλαιπωρήσει την Δέλτα μέχρι τον θάνατό της. Παρά την κατάσταση της υγείας της όμως, αναπτύσσει μεγάλο ανθρωπιστικό έργο, παρέχοντας συσσίτια σε αδύναμους ανθρώπους και αργότερα στέγη σε ξεριζωμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Είχε προηγηθεί η αποστολή της στην Ανατολική Μακεδονία το 1918, όπου συμμετείχε στην περίθαλψη Ελλήνων προσφύγων από τη Βουλγαρία.
Ο «Μάγκας» και η παιδαγωγική αντίληψη της Δέλτα
Τη δεκαετία του ’30 η Δέλτα θα εκδώσει τρία από τα πιο δημοφιλή της έργα: τον Τρελαντώνη, τον Μάγκα και τα Μυστικά του Βάλτου (που αποτελούν συνέχεια του Μάγκα). Ειδικά στον Μάγκα, η Πηνελόπη Δέλτα έχει την ευκαιρία να προβάλει το πώς θα ήθελε να ήταν η μητέρα της, όταν ζούσαν στην Αλεξάνδρεια, μέσα από τον χαρακτήρα της «κυρίας Βασιωτάκη»: μία μητέρα υποστηρικτική, αυστηρή αλλά και δίκαιη, που επιβάλλει τιμωρίες με μέτρο. «Όσο βαριά και αν είναι μία τιμωρία», γράφει η Πηνελόπη Δέλτα στην αλληλογραφία της με τον Αλέξανδρο Δελμούζο, «αυτή καθ΄ αυτή δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Δίνεται μονάχα για να μην ξεχάσει αμέσως το παιδί πώς έκανε μία αταξία, είναι μονάχα για να μάθει το παιδί ότι όλα τα λάθη πληρώνονται… Μερικά παιδιά με μία ματιά τιμωρούνται χειρότερα από τη μεγαλύτερη στέρηση».
Πατριωτισμός ή εθνικισμός;
Στα τέλη του 20ου αιώνα επιχειρήθηκε από κάποιους να απαξιωθεί το συγγραφικό έργο της Πηνελόπης Δέλτα ως «εθνικιστικό», «σοβινιστικό» και «διδακτικό». Ήταν μία λανθασμένη προσέγγιση, καθώς κάθε έργο τοποθετείται στην εποχή του και αξιολογείται με τα κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα που το γέννησαν. Η Πηνελόπη Δέλτα γράφει σε μία εποχή που η έννοια του έθνους / κράτους επικρατεί στην Ευρώπη απέναντι στις Αυτοκρατορίες και τα Βασίλεια. Πιστεύει στη Μεγάλη Ιδέα της Ελλάδας, καθώς μία χώρα με σύνορα μέχρι τον Βόλο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει οικονομικά. Παρακολουθεί τις εξελίξεις στις άλλες χώρες της Ευρώπης και ανυπομονεί να παράγει και η δική της χώρα λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία, ζωγραφική και αρχιτεκτονική. Λόγω της οικονομικής της άνεσης, δεν εμπλέκεται με συμφέροντα, διαφθορά και μικρότητες που κρατούν καθηλωμένη την Ελλάδα. Η Δέλτα στοχεύει πιο ψηλά. Ζητά την πρόοδο, τις αξίες, τον αυτοσεβασμό και τη δημιουργία. Απορρίπτει την «προγονολατρεία» και τη «θρησκοληψία» και ονειρεύεται μία Ελλάδα δυνατή, με τις δικές της δυνάμεις, τα δικά της ιδεώδη και τον δικό της πολιτισμό.
Το τέλος – Η σιωπή
Με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, η Πηνελόπη Δέλτα, αν και με εξαιρετικά επιβαρυμένη υγεία, κινητοποιείται για την ενίσχυση των ελληνικών στρατευμάτων στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα. Δαπανά σημαντικό μέρος της περιουσίας της για να στείλει εφόδια στο μέτωπο. Καθηλωμένη στο δωμάτιό της, πανηγυρίζει τις πρώτες επιτυχίες που ακούει στο ραδιόφωνο. Είναι όμως πλέον 67 ετών. Δυσκολεύεται ακόμα και να γράψει στο ημερολόγιό της. Πολλές φορές χρειάζεται και τα δυο της χέρια για να κρατήσει την πένα. Όταν η Γερμανία αναλαμβάνει την επιχείρηση κατάληψης της Ελλάδας, η Δέλτα απελπίζεται. Αρνείται να τη μεταφέρουν σε καταφύγια κατά τους βομβαρδισμούς. Λίγο πριν μπουν τα ναζιστικά στρατεύματα στην Αθήνα, διώχνει το βοηθητικό προσωπικό του σπιτιού και παίρνει δηλητήριο για να τελειώσει τη ζωή της. Έχει αφήσει εντολή να ταφεί στην αυλή του σπιτιού με μία λιτή μαρμάρινη πλάκα που θα γράφει μόνο μία λέξη: ΣΙΩΠΗ.